- συσχίζω
- Α [σχίζω]σχίζω συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσχίζεται — συσχίζω conscindo pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχιδής — ές, Μ [συσχίζω] σχισμένος … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek